Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

αποχαιρετιστήριο...

Το στυλό στο χέρι, έτοιμο να ματώσει, καθώς θα χαράζω πάνω του την ψυχή μου. 
Η μουσική ετούτη μου προκαλεί παραισθήσεις, τα μάτια μου γεμίζουν εικόνες. 
Σκοτάδι παντού, μυρωδιά από αίμα, υγρασία, έρωτες κακώς καμωμένοι στα στενά δρομάκια. Μυρωδιά από μούχλα, νιώθω να γίνεται μέρος του κορμιού μου, όσο η ώρα περνά. 
Πονάω, νιώθω το αίμα να ξεχειλίζει από το κορμί μου, αιμορραγώ. 
Αρχίζει το ρίγος να με κατακτά.
 Βιάζουν την ψυχή μου, το μυαλό μου, καθημερινά. 

Έψαξα τον έρωτα κάποτε, βιασμός αποδείχθηκε.
 Ένας όμορφος βιασμός στολισμένος στοργή,έρωτα, ικανοποίηση, ολοκλήρωση. 
Το κορμί μου πάλλονταν από τους οργασμούς , που μου προσέφερε εκείνη η σάρκα. 

 Εκείνη η ανατολή, έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό του βιαστή μου, μιας και τα σημάδια ηδονής που  χάραξα στο κορμί του, θα βρίσκονται εκεί να μην του επιτρέπουν ξεχάσει.
 Ο πόνος εξιτάρει το κορμί, δημιουργεί πάθη, αμαρτίες.
 Για μένα όμως δεν ήταν το ίδιο, αφού στα μάτια του κάθε ένα, έψαχνα να βρω την αγάπη που κανείς δεν είχε δώσει. 
Το σώμα ικανοποιημένο, αχόρταγο, δεν έπαυε όμως να περιμένει την ολοκλήρωση της καρδιάς. 

Εκείνα τα μουσκεμένα βραδινά, κλαίγοντας και υποφέροντας ως το χάραμα για την κατάντια που επέλεξε για τον εαυτό μου. 

Γύρω μου ψύχος, την καρδιά μου όμως καίει μια ασταμάτητη φλόγα, με καίει ζωντανή.
 Τρέμω, τα γράμματα ίσα που φαίνονται στο χαρτί. 
Η μουσική ετούτη, νιώθω να με παραλύει, καλεί τα φαντάσματα του παρελθόντος. 
Τρελαίνομαι;
 Αισθάνομαι να καταστρέφομαι, τους διώχνω, εξακολουθούν να βρίσκονται εδώ. 
Διαισθάνομαι πως ζωή δεν μου απομένει, μιας και τους βλέπω, τους νιώθω να πίνουν γουλιά, γουλιά, κάθε σταγόνα αίματος. 
Μονάχα μια ελπίδα μου απομένει.
Εκείνη η μαγική μορφή που εμφανίζεται κάθε φορά, 
ένα λεπτό πριν την απόλυτη καταστροφή.
 Εκείνη η μορφή μου απομένει πια, ίσως και οι δυο αυτές χαρακιές στα χέρια. 
Μόνη περιουσία, που κάποιο αρρωστημένο μυαλό μου κληροδότησε! 


το τελευταίο της γράμμα,
30-10-2014

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Καταιγίδα.

Η βροχή ήταν δυνατή και ασταμάτητη,
είχαν πλημμυρίσει οι δρόμοι, τα όνειρα και οι ζωές μας.
Ο φόβος είχε κυριεύσει κάθε ανθρώπινο νου.
Παράνοια, τρέλα, κραυγές ακούγονταν από παντού, 
κλάματα μωρών, τρεχαλητό στους δρόμους,
 τα νερά έμπαιναν στα σπίτια μας, στους πνεύμονες μας, 
δεν μπορώ να αναπνεύσω, βοήθεια!

Χάνω τις αισθήσεις μου, δεν υπάρχει κανείς εκεί κοντά, 
πνίγομαι…
Μέσα στο χάος που επικρατεί διακρίνω μια σκιά
κάποιος με σηκώνει, με κρατά στα χέρια του. 
Δεν έκανα καμία κίνηση, είχα αισθανθεί ήδη καλύτερα.
Προχωρά, που πηγαίνει;
Φωνάζω, αρχίσω να χτυπιέμαι, «άφησε με, άσε με».
Ενοχλήθηκε, το ένιωσα, με παράτησε στην άκρη του δρόμου, 
συνέχισε την πορεία του. Σηκώθηκα να τον ακολουθήσω…

Στάσου, φώναξα. Δεν γύρισε όμως. «Στάσου, σε θυμάμαι».
και πάλι άδικος κόπος, ίσως τον πρόσβαλα. Συνέχισε το δρόμο του.
Σκοτάδι παντού και τα νερά πλέον έφταναν ως το γόνατο.
Το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα μας
 και η υγρασία πια σκότωνε τους άστεγους της γειτονίας.
Γύρισα πίσω στο σπίτι, δεν μπορούσα να το αφήσω, θα χάνονταν όλα,
έπρεπε να τα προλάβω, να τα καταστρέψω όλα εγώ, πριν νιώσω τον πόνο,
τον αποχωρισμό.
Αστράφτει, βροντά λένε θα κοπάσει για λίγο η βροχή.
Μας είχε απομείνει μια σταγόνα υπομονής και την εξαντλήσαμε 
περιμένοντας τάχα να σταματήσει η ακούραστη αυτή καταιγίδα.
Μάταια…

Γονείς μάζευαν ότι μπορούσαν, ότι μπορούσαν να σώσουν,
έπαιρναν παραμάσχαλα τα παιδία και το ‘βαζαν στα πόδια.
Μια φωνή, προσπαθούσε να βγει, οι λυγμοί την έπνιγαν, 
κάπου καταφέρνει να πει «δειλοί, μην εγκαταλείπετε, παλέψτε, δειλοί»
το κλάμα την πρόλαβε, δεν κατάφερε να πει άλλη λέξη.

Η στάθμη του νερού ανέβαινε όλο και πιο πολύ,
κόσμος δεν άντεχε, πέθαινε,
κουφάρια τα κορμιά τους,
 επέπλεαν πια στα στενά δρομάκια της περιοχής.
Πανικός πια δεν υπήρχε, 
μια σκοτεινή και τόσο επίμονη σιωπή κάλυψε το μυαλό μας.



Απομείναμε λίγοι, ήμασταν πια άδειοι, κενό.
καρδιά, μυαλό, κενά, λέξη δεν ξεστόμισε κανείς.
Μόνο στο βλέμμα πια υπήρχαν όλα, η απογοήτευση, ο πόνος, η αγανάκτηση.
Μόνοι πια… Οι δείκτες του ρολογιού λες και μετρούσαν αντίστροφα,
μετρούσαν τις ώρες, τα λεπτά που θα παραμείνουμε ζωντανοί.   

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

το παραμύθι...

   Κάποτε σαν ήμουν πολύ μικρή, θυμάμαι η γιαγιά μου είχε πει μια ιστορία. Δεν είχα καταλάβει τι ήθελε να μου μάθει, δεν καταλάβαινα καν τι εννοούσε. Ακόμη θυμάμαι πως όταν τη ρώτησα τι εννοεί, πως μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, ευχή και κατάρα μου έδωσε ποτέ να μην καταλάβω, ποτέ να μην νιώσω έτσι. Μεγαλώνοντας η ιστορία αυτή ερχόταν στο μυαλό μου όλο και πιο συχνά.
   Η ιστορία πήγαινε κάπως έτσι...Μια γυναίκα ώριμη σε ηλικία, ώριμη και στο μυαλό, ζούσε κάποτε με την οικογένεια της, ήρεμα και πολύ ήσυχα. Έφτασε όμως μια εποχή που το σπίτι της ήταν πια άδειο. Κανέναν δεν είχε να την περιμένει καθώς εκείνη γυρνούσε από την καθημερινή βόλτα στο μανάβη, στα ψώνια ή ακόμη στην βόλτα γύρω από το τετράγωνο. Επινοούσε κάθε μέρα μια γεμάτη μέρα με δουλείες, με τρεξίματα, όπως θυμάμαι μου είχε πει η γιαγιά. Το πρωί ξυπνούσε και έτρεχε να προλάβει να κάνει τις δουλείες του σπιτιού, να πλύνει, να μαγειρέψει, να τακτοποιήσει. Καθώς οι ώρες περνούσαν δεν σκεφτόταν πως λόγος για να τρέχει δεν υπήρχε. Η νύχτα που ερχόταν γινόταν η καταστροφή της, ήταν η μόνη στιγμή στην μέρα που καθόταν, που σκεφτόταν. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει το σώμα και το πνεύμα της, έτρεχε νευρική στο κλεισμένο από παντού δωμάτιο της. Η τρέλα την κυρίευε. Έφερνε στο μυαλό της εικόνες της οικογένειας, ταξίδευε με το νου, πήγαινε στα παιδικά της χρόνια. Ζούσε ξανά τις στιγμές εκείνες. Καθώς ξυπνούσε και αντίκριζε ξανά εκείνο το δωμάτιο, τρελαινόταν, φώναζε. ούρλιαζε, χτυπούσε τα χέρια της στους τείχους, μάτωνε.
   Το ξημέρωμα έφτανε, τότε εκείνη έβγαινε από το δωμάτιο, ντυνόταν, πλενόταν και ξεκινούσε την μέρα της και πάλι από την αρχή. Το βράδυ ερχόταν και εκείνη πάλι έπεφτε στην παγίδα του μυαλού της. Αυτό συνεχιζόταν μέρα με την μέρα. Ένα βράδυ μόνο κατάφερε να αποκοιμηθεί, κατάφερε ήρεμη χωρίς να σκεφτεί να κοιμηθεί, μετά από πολύ καιρό. Ήταν το βράδυ που σώθηκε για πάντα. Κοιμήθηκε δίχως να ονειρευτεί, δίχως να πονέσει, θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν νεκρή. Όμως δεν ήταν, εκείνο το βράδυ ήρθε σαν δώρο για να σώσει την γυναίκα αυτή από την καταστροφή. Το πρωί ένιωσε ένα χάδι, αυτό την ενεργοποίησε, άκουσε μέσα στον ύπνο της μια φωνή. "Μαμά, ξύπνα μαμά, έχεις αργήσει μαμά, ξύπνα, ξύπνα". Ήταν η κόρη της, πήγε να την ξυπνήσει, είχε αργήσει να σηκωθεί εκείνη τη μέρα για τις καθημερινές δουλειές.
   Η γυναίκα ξύπνησε έπιασε στην αγκαλιά της την κόρη της και ήταν αληθινή, ήταν εκεί δίπλα της. Η μέρα της ήταν και πάλι γεμάτη με δουλειές στο νοικοκυριό της. Το μεσημέρι όταν ήρθε η ώρα του γεύματος, ο άντρας της σχόλασε, η κόρη της ήταν εκεί. Ένα μεσημέρι όπως όλα τα άλλα. Το βράδυ έφτασε και πάλι, αυτή τη φορά την βρήκε ήρεμη. Κάθισε στον καναπέ αυτή τη φορά. Έβαλε τα κλάματα, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Πώς επέστρεψαν ξαφνικά όλοι στη ζωή της; Πότε δεν ήταν μόνη της, κάθε μέρα ήταν όλοι εκεί, γύρω της, δεν είχε αλλάξει κάτι. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν η ίδια με τις προηγούμενες. Στην πραγματικότητα δεν ήταν μόνη, πάντα υπήρχαν τα ίδια άτομα γύρω της. Όμως τι είχε συμβεί και εκείνη δεν τους έβλεπε; Τι είχε προκύψει και το μυαλό της μέρα τη μέρα τρελαινόταν;
   Αυτό που είχε συμβεί σε εκείνη τη γυναίκα ήταν μοναξιά. Η μοναξιά είχε κυριεύσει την ψυχή της, το μυαλό της, έτσι δεν κατάφερνε να τους αντικρίσει. Ένιωθε μόνη, όμως στην πραγματικότητα περιστοιχιζόταν από ανθρώπους.
"Το πρόβλημα είναι η μοναξιά, κακό πράμα η μοναξιά, μπορεί να μας τρελάνει. Φέρνει δεινά στην ψυχή του ανθρώπου. Μην επιλέξεις ποτέ τον μοναχικό δρόμο κορίτσι μου, μην επιλέξεις τον δρόμο της μοναξιάς, να έχεις πάντα έναν συνεπιβάτη στο ταξίδι της ζωή. " Τα λόγια αυτά της γιαγιάς έκλειναν πάντα αυτή την ιστορία. 

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Μάτια μου μπλε, μάτια μου όμορφα.

Οι δρόμοι ανθισμένοι, άνοιξη θαρρείς την είπαν.
Το δρόμο σου ακολουθώ, με κλειστά μάτια πια,
αναγνωρίζω τη μυρωδιά σου, αφημένη στο διάβα σου,
καθώς διαπερνούσες εκείνο το μικρό δρομάκι που σε οδηγεί
στον επίγειο παράδεισο. 

Κάθε βήμα με φέρνει όλο και πιο κοντά στην ομορφιά,
στην ομορφιά σου μάτια μου.
Φτάνω πιο κοντά, κοντοστέκομαι,
βλέπω το κατ' ανθισμένο κήπο σου.
Είμαι μόνο μερικά βήματα μακρυά σου.
Πώς να αντισταθώ στα χτυπήματα της καρδιάς;
Επιταχύνω το βήμα μου.
Θέλω να προλάβω να σε δω, να προλάβω να δω τα όμορφα μάτια σου.

Είμαι πια δίπλα σου, δεν χρειάζομαι κάτι άλλο μάτια μου.
Η αγκαλιά σου, μου φτάνει.
Δύναμη νιώθω ξανά να πατήσω στα πόδια μου, να συνεχίσω να ζω. 
Στο παράδεισο βρίσκομαι, μέσα στην αγκαλιά σου, μετά από καιρό.
Στιγμή σα να μην πέρασε από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε.
Πόσο μου είχες λείψει δεν γνώριζες, μόνο τον πόνο στα μάτια μου είδες.
Άραγε κατάλαβες;

Μάτια μου μπλε, μάτια μου όμορφα, 
πόσο χάρηκα που είδα την αγάπη σου.
Ξέχασα κάθε αμφιβολία που είχα.
Κατάφερα για άλλη μια φορά να πάρω πίσω, 
κάθε λέξη που είχα ξεστομίσει.
Πώς όμως να μην το έκανα ξανά;
Αφού μόλις αντικρίζω την μορφή σου στο χώρο
χάνω τα λογικά μου.

Ανόητη ένιωσα για άλλη μια φορά,
πάλι δεν σε κατάλαβα,
έβαλα τον εγωισμό πάνω από όλα.
Όταν όμως, με άφησες να δω μέσα από τα μάτια σου,
όταν με άφησες να δω μέσα στην καρδιά σου, κατάλαβα.
Σε κατάλαβα, μάτια μου.

Και τώρα άλλο ένα μαύρο βράδυ περνάω μακρυά σου.
Περνάω την μέρα μου και σε σκέφτομαι,
μόνο εσένα σκέφτομαι.
Μια ακόμη ανάμνηση, η συνάντηση μας εκείνη.
Άλλη μια φορά που έχω να θυμάμαι. 
Ζω και πάλι για να περιμένω την επόμενη φορά,
που θα δω ξανά τα μάτια σου.
Ένα νόημα στη ζωή μου, να έρθει γρήγορα.
η στιγμή που θα σε δω ξανά...

Καληνύχτα μάτια μου...

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

λες και ήταν όνειρο...

Μέσα στην ζεστασιά του κρεβατιού, κάτω από τα σκεπάσματα, πλέον κανένα φόβο δεν είχε.
Θυμάμαι, μετά από ότι είχε συμβεί έτρεξε αμέσως στο κρεβάτι της, σκεπάστηκε ως την κορφή και ένιωθε ξανά ασφάλεια. Ήταν σαν να ζούσε σε ένα όνειρο και απλά ξύπνησε κάτω από τα σκεπάσματα.
  Όλα όμως ξεκίνησαν όταν αποφάσισε να σηκωθεί από την ηρεμία και την ασφάλεια που της προσέφερε το κρεβάτι της! Η αλήθεια είναι πώς πέρασε πολλά μερόνυχτα κοιτώντας τους τοίχους ενός δωματίου. Ένιωθε πια πως το δωμάτιο εκείνο μίκραινε όλο και πιο πολύ, ένιωθε πως το οξυγόνο τελείωνε, οι τείχη άρχισαν να την καταπίνουν, τρομαγμένη βγήκε έξω. Χτυπούσε η καρδιά της τόσο δυνατά που αυτό την έκανε να θυμηθεί πως μονάχα συγκεκριμένες στιγμές στην ζωή της είχε νιώσει αυτό το αίσθημα! Όντως μονάχα τότε, τότε που περίμενε να δει τον μοναδικό άντρα που αγάπησε πραγματικά, τον πρώτο άντρα που ερωτεύτηκε, ένιωθε αυτό το αίσθημα.
   Πάνω στην αγωνία και τον πόνο που την κυρίευε, πήρε την απόφαση να επισκεφθεί αυτόν που σαν κοίταζε τα δύο του μάτια, γαλήνευε. Τα μάτια του έμοιαζαν με χάντρες φυλαχτού, λες και είχαν πάρει όλη την λάμψη, το χρώμα, την ομορφιά όλου του ουρανού. Κάθε φορά που κοίταζε ψηλά στον ουρανό μόνο σκοτάδι διέκρινε μιας και τα μάτια του είχαν πάρει όλη την λάμψη.
Όπως το σκέφτηκε, έτσι και έγινε, τον επισκέφθηκε. Κάθε φορά που βρίσκονταν ήταν διαφορετική άλλοτε του έκρυβε την αγάπη, τον έρωτα και άλλοτε του έδειχνε με όλη της την δύναμη τον πόθο που είχε για εκείνον. Ποτέ δεν είχε τολμήσει να του πει τα συναισθήματα της, ποτέ. Από φόβο, από δειλία δεν γνώριζε.
   Φτάνει στην εξώπορτα και σαν κοιτάζει βλέπει μια γυναίκα να κρατά αγκαλιά.
Γιατί να την είχε πειράξει τόσο; Τον είχε δει πολλές φορές μαζί της. Τι ήταν εκείνο που τόσο πολύ πια την ενόχλησε; Τι μπορούσε να είναι πέρα από πόνος. Κοιμόταν και ξυπνούσε με την θύμηση του. Έκλεινε τα μάτια και φανταζόταν να την κρατά αγκαλιά και να την ζεσταίνει καθώς έτρεμε στα χέρια του. Φανταζόταν να κοιμάται και να ξυπνά στο πλάι του. Ένιωθε να την φιλά κάθε που έκλεινε τα μάτια της. Αυτοί είναι κάποιοι από τους λόγους που την έκαναν να πονέσει για άλλη μια φορά.
   Τι να έκανε; Μήπως να διέκοπτε την τρυφερή στιγμή, πράγμα που ήθελε όσο τίποτε άλλο. Μήπως να έφευγε; Αν όμως κατά τύχει την είχαν δει; Έκανε ένα νευρικό ήχο λες και σκοπό είχε να την ακούσουν. Τα κατάφερε και εκείνος γύρισε, ξαφνικά και εντελώς απότομα σηκώθηκε. Αποτραβήχτηκε από τα χέρια εκείνης της γυναίκας και έτρεξε στην πόρτα να ανοίξει ώστε να μπει η κοπέλα αυτή. Του μιλά, άρχισε τις δικαιολογίες του τύπου ήμουν εδώ κοντά και απλά είπα να περάσω. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα και σαν την κοιτά την παίρνει αγκαλιά. Την ρώτησε την συμβαίνει και αμέσως καθώς βρίσκεται στην αγκαλιά του ξεσπά σε κλάματα. Δεν μπορούσε να την συνεφέρει, δεν τα κατάφερνε. Ζήτησε από την γυναίκα που ήταν μαζί του να φύγει. Εκείνη το δίχως άλλο έφυγε, χωρίς να τους κοιτάξει, χωρίς να πει λέξη. Άλλωστε δεν είχε τίποτα να πει μιας και με τα μάτια της μόνο είχε καταφέρει να δείξει στην μικρή εκείνη φίλη του, πόσο πολύ μίσος ένιωθε για εκείνη.
   Πέρασε αρκετή ώρα για να συνέλθει η μικρή. Δεν την είχε αφήσει λεπτό από την αγκαλιά του. Της σκούπιζε τα δάκρυα της φιλούσε το μέτωπο. Γυρίζει τον κοιτά και του λέει σ'αγαπάω, σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Σ'αγαπάω πιο πολύ και από την ίδια μου την ζωή και με πονάει αφάνταστα να μην σε έχω. Σήκωσε λίγο το κεφάλι της και το φίλησε. Πρώτη φορά τον είδε να παγώνει, να μην λέει λέξη. Δεν μπορούσε να ακούσει καμία απάντηση από τα χείλη του. Αρχίζει λοιπόν να τον φιλά, συνεχίζει και εκείνος εκεί, καθόταν και ανταποκρινόταν στο κάλεσμα του πόθου της. Η μικρή δεν καταλάβαινε αν το ήθελε πραγματικά εκείνος , αλλά ένιωθε πάθος στα φιλιά του. Μια απεριόριστη έλξη. Την σηκώνει, την κρατά καλά στα χέρια του και προχωράνε προς το κρεβάτι. Στιγμή που ονειρευόταν ολόκληρα χρόνια της ζωής της τώρα είχε φτάσει. Απολάμβανε κάθε χάδι του, κάθε στιγμή που τα χέρια του ακουμπούσαν το κορμί της. Την έκανε δική του. Άλλη μια γυναίκα που μπλέκονταν στα δίκτυα του.
   Μετά την ονειρική εκείνη στιγμή, έμειναν να κοιτάζονται. Δεν σταμάτησε λεπτό να την ακουμπά και να χαϊδεύει το κορμί της.  Όταν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί προσπάθησε να της μιλήσει. Εκείνη αντιστάθηκε να ακούσει οτιδήποτε. Προφανώς φοβόταν ακόμη και εκείνη την στιγμή, μετά από ότι έζησαν, να ακούσει την άρνηση. Έτσι λοιπόν το σταμάτησε με ένα φιλί και άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Τον εξέπληξε για πολλοστή φορά. Έτοιμη να φύγει την τραβά στο μέρος του, την αγκαλιάζει και την φιλά. Ήταν σα να μην ήθελε να την αφήσει να φύγει, προσπάθησε να την κρατήσει μα ο φόβος ήταν και πάλι ο νικητής ανάμεσα τους.
   Τρέχοντας πια εκείνη έφυγε, μετά από πολύ ώρα που προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί φτάνει και πάλι στην αφετηρία. Μπαίνει ξανά σε εκείνο το δωμάτιο, κλείνεται μέσα στους δυνατούς παλμούς της καρδιάς της, πνίγεται στα ίδια της τα δάκρυα. Ξαπλωμένη ξανά στο κρεβάτι της σκεπάζεται ως την κορφή και παρακαλά να μην ξυπνήσει από το όνειρο.  

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Στο δρόμο για το γύρισμα.


''Μακάρι τα μάτια να μπορούσαν να τραβήξουν φωτογραφίες, εκείνες τις στιγμές που είμαι κοντά σου''.

   Μια σκηνή από ταινία σινεμά. Από κινηματογράφο βγαλμένη αυτή η ζωή. Σα να την φαντάστηκε το μυαλό ενός σκηνοθέτη. Μια κάμερα είναι στη γωνία και καταγράφει την κάθε στιγμή. Κάθε σκηνή που γυρίζεται, αποθηκεύεται σε κασέτα και μετά σε μια αίθουσα, εκεί τοποθετούν μια αυτοκόλλητη ταινία με το όνομα κατατεθέν και φυλάσσεται καλά.
   Πολλές φορές τρελαίνομαι να πηγαίνω σε εκείνη την αίθουσα και κρυφά από όλους να βλέπω κάποιες σκηνές. Μονάχα τις αγαπημένες μου, τις άλλες δυσκολεύομαι να τις παρακολουθήσω. Σαν να θέλω να τις αφήσω πίσω, καλά φυλαγμένες.
   Εθισμένη καθώς περνάει ο καιρός, ζητάω ξανά και ξανά την δόση μου και έτσι καταφέρνω να γυρίσω πίσω στις ίδιες σκηνές. Γυρίζω, έστω και για λίγο. Ξανά μετά από λίγο η ίδια κατάσταση, η ίδια τρελή αναζήτηση. Μια ατελείωτη αναζήτηση των όμορφων στιγμών. Φυσικά  καταφέρνω πολλές φορές να ξελογιαστώ και να υπερτιμήσω την δύναμη μου και έτσι γυρίζω να δω κάποιες από τις άσχημες στιγμές. Αμέσως όμως καταλαβαίνω το λάθος που έκανα. Δεν κατάφερα ποτέ ως τώρα να τις ξεχάσω, ίσως να μην χρειάζεται κιόλας, απλά νομίζω τους αξίζει να μείνουν σκονισμένες στο βάθος εκείνης της αίθουσας!
   Κάπου στο τέλος ηρεμώ, ίσως και να κουράζομαι. Ηρεμώ σα να έφτανε όλο το κυνήγι στο παρελθόν του χρόνου μου . Στο χρόνο αυτό που φύλαξα μέσα μου. Τέλος για σήμερα, κλείνει η κάμερα, μαζεύτηκε το συνεργείο και το σινεμά για σήμερα έκλεισε! Κάθε ίχνος ζωής εξαφανίζεται σαν να μην υπήρξε ποτέ. Αύριο πάλι, αύριο πάλι ανοίγει ο προβολέας και βρισκόμαστε όλοι στη θέση μας για να αρχίσει ξανά το γύρισμα...

Γράμμα απ' τα παλιά.

Καλησπέρα αγαπημένε μου, αποφάσισα να σου γράψω αυτό το γράμμα με μόνο σκοπό να εκφράσω τα λόγια που δεν μπορώ να ξεστομίσω.

Τα λόγια είναι λίγα και ανήμπορα να τυλίξουν, να αγκαλιάσουν τα συναισθήματα που έχω για σένα.

Τώρα και εγώ δε γνωρίζω τι λεξιλόγιο να χρησιμοποιήσω. Ξεριζώνω κομμάτια της καρδιάς μου για να γεμίσω της λέξεις και το γράμμα αυτό!

Τι πόνος και αυτός να θέλω να εκφραστώ και να μη τα καταφέρνω.

Σε αφήνω για τώρα αγαπημένε μου... Ίσως καταφέρω αργότερα να ξανά γράψω!
Καλό σου βράδυ αγαπημένε μου,
να με θυμάσαι που και που!!